περικίων

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῑων Medium diacritics: περικίων Low diacritics: περικίων Capitals: ΠΕΡΙΚΙΩΝ
Transliteration A: perikíōn Transliteration B: perikiōn Transliteration C: perikion Beta Code: periki/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, surrounded with pillars, θάλαμοι E.Fr.369.5 (lyr.); περικίονας ναούς (Elmsl. for ναοῦ or ναῶν) Id.IT405 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 579] ονος, wie περίστυλος, mit Säulen umgeben, u. subst. ὁ u. ἡ, Säulengang, Gallerie, Eur. frg. Erechth. 13, 7.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
entouré de colonnes.
Étymologie: περί, κιών¹.

Russian (Dvoretsky)

περικίων: 2, gen. ονος (κῑ) окруженный колоннами (ναός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

περικίων: [ῑ], -ον, ὁ ἔχων πέριξ κίονας, περίστυλος, «εἴποις δ’ ἂν τὸν περίστυλον τόπον καὶ περικίονα (καὶ γὰρ στῦλος καὶ κίων ὀνομάζεται)» (Σχολ.), περικίοσι θαλάμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 370. 7· περικίονας ναοὺς (κατὰ τὸν Elmsl. ἀντὶ ναῶν) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 405, πρβλ. ἀμφικίων.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κίων, -ονος (πρβλ. αμφικίων)].

Greek Monotonic

περικίων: [ῑ], -ον, αυτός που περιβάλλεται με κίονες, σε Ευρ.

Middle Liddell

περῑκίων, ον,
surrounded with pillars, Eur.