υδατοσφαίριση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
(αθλ.) ομαδικό άθλημα που διεξάγεται στο νερό από δύο ομάδες επτά κολυμβητών η καθεμιά, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν τη σφαίρα στην εστία της αντίπαλης ομάδας, κν. γουότερ-πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατόσφαιρα, μέσω ενός ρ. υδατοσφαιρίζω (πρβλ. καλαθοσφαίριση, πετοσφαίριση). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. water polo].