στερρόνους

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόνους Medium diacritics: στερρόνους Low diacritics: στερρόνους Capitals: ΣΤΕΡΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: sterrónous Transliteration B: sterronous Transliteration C: sterronous Beta Code: sterro/nous

English (LSJ)

ουν, hard-, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους].