νεβροφανής

From LSJ
Revision as of 16:44, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβροφᾰνής Medium diacritics: νεβροφανής Low diacritics: νεβροφανής Capitals: ΝΕΒΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: nebrophanḗs Transliteration B: nebrophanēs Transliteration C: nevrofanis Beta Code: nebrofanh/s

English (LSJ)

ές, fawn-like, Nonn.D.5.363.

German (Pape)

[Seite 235] ές, wie ein Hirschkalb erscheinend, Nonn. D. 5, 363.

Greek (Liddell-Scott)

νεβροφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεβρόν, Νόνν. Δ. 5. 363.

Greek Monolingual

νεβροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. μολυβδοφανής, χαλκοφανής].