υπερήλικος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερῆλιξ, -ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν
ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήλικος / -ῆλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. ανήλικος, μεσῆλιξ].