χαμαιπαγής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιπᾰγής: -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ ἔδαφος, χαμηλός, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.
Greek Monolingual
-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτιπαγής, ὑψιπαγής].
German (Pape)
ές, an der Erde od. am Boden haftend, niedrig, Paul.Sil. ecphr. 126.