χηνοβωτία

From LSJ
Revision as of 16:51, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβωτία Medium diacritics: χηνοβωτία Low diacritics: χηνοβωτία Capitals: ΧΗΝΟΒΩΤΙΑ
Transliteration A: chēnobōtía Transliteration B: chēnobōtia Transliteration C: chinovotia Beta Code: xhnobwti/a

English (LSJ)

ἡ, = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.

Russian (Dvoretsky)

χηνοβωτία:разведение гусей Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.

Greek Monolingual

και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανοβωτία, ὀρφοβοτία].