χαλκότευκτος

From LSJ
Revision as of 16:55, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότευκτος Medium diacritics: χαλκότευκτος Low diacritics: χαλκότευκτος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chalkóteuktos Transliteration B: chalkoteuktos Transliteration C: chalkotefktos Beta Code: xalko/teuktos

English (LSJ)

ον, made of bronze, κλῇθρα E.IT99.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.

Greek Monolingual

και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσότευκτος, χρυσότευκτος].

Greek Monotonic

χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκότευκτος: сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).

Middle Liddell

χαλκό-τευκτος, ον,
made of brass, Eur.