νηλεγής

From LSJ
Revision as of 10:29, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεγής Medium diacritics: νηλεγής Low diacritics: νηλεγής Capitals: ΝΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: nēlegḗs Transliteration B: nēlegēs Transliteration C: nilegis Beta Code: nhlegh/s

English (LSJ)

ές, = ἀνηλεγής, reckless, ἦτορ Alcm.26 (dub. l.). Adv. -έως Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηλεγής: -ες, = ἀνηλεγής, ἦτορ Ἀλκμὰν 13. - Ἐπίρρ. νηλεγέως, «ἀνοίκτως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηλεγής, -ές (Α)
(αμφβλ. γρφ.)
1. ο χωρίς φροντίδες, αμέριμνος
2. αμελής, αδιάφορος.
επίρρ...
νηλεγέως (Α)
«ἀνοίκτως» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω»), πρβλ. ανηλεγής].

German (Pape)

ές (νη-, ἀλέγω), ohne sich um Etwas zu kümmern, rücksichtslos, Hesych.