οπλομάχος

From LSJ
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριομάχος].