Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορνιθοτρόφος

From LSJ
Revision as of 10:43, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριοτρόφος].