Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 11:12, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλέφᾰρος Medium diacritics: πολυβλέφαρος Low diacritics: πολυβλέφαρος Capitals: ΠΟΛΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: polyblépharos Transliteration B: polyblepharos Transliteration C: polyvlefaros Beta Code: poluble/faros

English (LSJ)

ον, with many eyes, Nonn.D.20.65.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτοβλέφαρος].