πολύμαχος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, much-fighting, Sch.Opp.H.5.328.
German (Pape)
[Seite 666] viel kämpfend, streitbar, Schol. Opp. Hal. 4, 439, wo auch πολυμάχιμος gelesen wird.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμαχος: -ον, ὁ πολὺ μαχόμενος, Σχολ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 5. 328.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ μαχητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. ισόμαχος].