ταχύμοιρος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: ταχύμοιρος | Medium diacritics: ταχύμοιρος | Low diacritics: ταχύμοιρος | Capitals: ΤΑΧΥΜΟΙΡΟΣ |
Transliteration A: tachýmoiros | Transliteration B: tachymoiros | Transliteration C: tachymoiros | Beta Code: taxu/moiros |
v. ταχύμορος.
-ον, Α
ταχύμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιόμοιρος].