τετράχειρος

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα
παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].