τρίπηχος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντάπηχος].