σιδηρόβαφος

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόβᾰφος Medium diacritics: σιδηρόβαφος Low diacritics: σιδηρόβαφος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΑΦΟΣ
Transliteration A: sidēróbaphos Transliteration B: sidērobaphos Transliteration C: sidirovafos Beta Code: sidhro/bafos

English (LSJ)

ον, of ferruginous colour, Lyd.Mens.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόβᾰφος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρόβαφος].