σιδηρόβαφος
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ον, of ferruginous colour, Lyd.Mens.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόβᾰφος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρόβαφος].