ὀλβοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοθρέμμων Medium diacritics: ὀλβοθρέμμων Low diacritics: ολβοθρέμμων Capitals: ΟΛΒΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: olbothrémmōn Transliteration B: olbothremmōn Transliteration C: olvothremmon Beta Code: o)lboqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοθρέμμων: 2, gen. ονος вскормленный счастьем (Κῆρες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.

English (Slater)

ὀλβοθρέμμων reared amid wealth (cf. ὑδατοθρέμμων) Κῆρες ὀλβοθρέμμονες fr. 277 ad fr. 223.

Greek Monolingual

ὀλβοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατοθρέμμων].