ὀξυπείνης
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Full diacritics: ὀξυπείνης | Medium diacritics: ὀξυπείνης | Low diacritics: οξυπείνης | Capitals: ΟΞΥΠΕΙΝΗΣ |
Transliteration A: oxypeínēs | Transliteration B: oxypeinēs | Transliteration C: oksypeinis | Beta Code: o)cupei/nhs |
later for ὀξύπεινος.
[Seite 353] ὁ, = ὀξύπεινος, Sp.
ὀξυπείνης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που αισθάνεται πείνα γρήγορα, που πεινάει κάθε τόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πείνης (< πείνα), πρβλ. γεωπείνης].