γεωπείνης

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωπείνης Medium diacritics: γεωπείνης Low diacritics: γεωπείνης Capitals: ΓΕΩΠΕΙΝΗΣ
Transliteration A: geōpeínēs Transliteration B: geōpeinēs Transliteration C: geopeinis Beta Code: gewpei/nhs

English (LSJ)

γεωπείνου, ὁ, poor in land, Hdt.2.6, 8.111, Aristid.1.191 J.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γειοπ- Hdn.Epim.15
pobre en tierras ὅσοι μὲν γὰρ γεωπεῖναί εἰσι ἀνθρώπων Hdt.2.6, cf. 8.111, Aristid.Or.1.376, Hdn.l.c.

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, arm an Grundstücken, Her. 2, 6. 8, 111; Aristid.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
pauvre en terres.
Étymologie: γῆ, πένομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεωπείνης -ου [γῆ, πένομαι met weinig land.

Russian (Dvoretsky)

γεωπείνης: малоземельный (ἄνθρωποι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

γεωπείνης: -ου, ὁ, πτωχὸς ὡς πρὸς τὴν γῆν, ὀλίγην κεκτημένος γῆν, Ἡρόδ. 2. 6., 8. 111· πρβλ. Ruhnk. Τίμ.

Greek Monolingual

γεωπείνης, ο (Α)
αυτός που κατέχει λίγη μόνο γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + πείνη «πείνα»].

Greek Monotonic

γεωπείνης: -ου, ὁ (γῆ, πένης), αυτός που κατέχει λίγη έκταση γης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[γῆ, πένης
poor in land, Hdt.