ὁπλουργός

From LSJ
Revision as of 12:17, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλουργός Medium diacritics: ὁπλουργός Low diacritics: οπλουργός Capitals: ΟΠΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hoplourgós Transliteration B: hoplourgos Transliteration C: oplourgos Beta Code: o(plourgo/s

English (LSJ)

ὁ, = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].