χαλκοτόρευτος
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ον, wrought of bronze, τρίαινα Orph.H.17.2.
German (Pape)
[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοτόρευτος: -ον, τορευθείς, κατασκευασθεὶς ἐκ χαλκοῦ, τρίαινα Ὀρφ. Ὕμν. 16. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσοτόρευτος].