κατάφορτος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ον, laden with, τινος J. Vit.26.
German (Pape)
[Seite 1389] mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφορτος: -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάφορτος, -ον)
φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντίφορτος, έμφορτος).