καλλίθυτος

From LSJ
Revision as of 13:23, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίθῠτος Medium diacritics: καλλίθυτος Low diacritics: καλλίθυτος Capitals: ΚΑΛΛΙΘΥΤΟΣ
Transliteration A: kallíthytos Transliteration B: kallithytos Transliteration C: kallithytos Beta Code: kalli/qutos

English (LSJ)

ον, offered auspiciously, αἶγες Epigr.Gr.872 (Patmos).

German (Pape)

[Seite 1309] glücklich geopfert; βωμός, Altar, auf dem schöne Opfer dargebracht werden.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίθῠτος: -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872.

Greek Monolingual

καλλίθυτος, -ον (Α)
αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -θυτος (< θύω), πρβλ. κακόθυτος, πρωτόθυτος].