αἰσχυντήρ

Revision as of 16:14, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Schänder, Aesch. Ch. 984.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντήρ: ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.

Greek Monolingual

αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.

Greek Monotonic

αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.