δημοκράτις

From LSJ
Revision as of 06:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=δημοκράτης, ο (θηλ. δημοκράτισσα και δημοκράτις, η) (Μ δημοκράτης, Α Δημοκράτης, ο...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

δημοκράτης, ο (θηλ. δημοκράτισσα και δημοκράτις, η) (Μ δημοκράτης, Α Δημοκράτης, ο)
νεοελλ.
1. ο οπαδός του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτός που πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτειακό σύστημα
2. όποιος υποστηρίζει ότι πιστεύει στην κοινωνική ισότητα και πρόοδο
3. ο καταδεκτικός προς όσους βρίσκονται σε κατώτερη θέση, αυτός που έχει απλούς τρόπους
μσν.
(ανώτερος αξιωματούχος, αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνων, ο οποίος είχε αξίωμα ανώτερο από του δημάρχου
αρχ.
(κύριο όν.) Δημοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κράτης < κράτος.