αἰχμαλωτίς

From LSJ
Revision as of 08:44, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίς Medium diacritics: αἰχμαλωτίς Low diacritics: αιχμαλωτίς Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣ
Transliteration A: aichmalōtís Transliteration B: aichmalōtis Transliteration C: aichmalotis Beta Code: ai)xmalwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος
1 prisionera, cautiva χεῖρες S.Ai.71, γυνή E.Andr.962, Hec.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.Ph.185, κόραι E.Ph.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.
2 subst. la prisionera, la cautiva τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo), S.Ai.1228, cf. E.Hec.615, Tr.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX Ge.31.26.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst.αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, die Kriegsgefangene, Soph. Aj. 1207; Eur. Troad. 28; Polyb. 10.18.7. – Adj., χείρ Soph. Aj. 71.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτίς: ίδος adj. f пленная: τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνειν Soph. связывать назад руки пленников.
ίδος ἡ пленница Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) αἰχμάλωτος
1. (ως επίθ. θηλ. του αιχμάλωτος
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του αἰχμάλωτος, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος [fem. of αἰχμάλωτος, Soph.]