τραχηλάγρα

From LSJ
Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. είδος λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο τράχηλος της μήτρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -αγρα (< ἄγρα «κυνήγι, επιδίωξη»), πρβλ. ποδάγρα].