πονόκοιλος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
ο, Ν
πόνος της κοιλιάς, κοιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κοιλιά, κατ' αντιστροφή του κοιλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κοιλιάς (πρβλ. πονόδοντος)].