προσκλητήριο

From LSJ
Revision as of 16:02, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. έγγραφο ή έντυπο σημείωμα ή δελτίο με το οποίο γίνεται μια πρόσκληση (α. «προσκλητήριο χορού
β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)
2. στρ. α) συγκέντρωση στρατιωτικής μονάδας σε παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το προσκλητήριο έλειπαν τρεις»)
β) το ίδιο το σάλπισμα ή η τυμπανοκρουσία με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην παραπάνω συγκέντρωση («σήμανε προσκλητήριο»)
3. (γενικά) έλεγχος παρουσίας («ο προϊστάμενος γύρισε στα γραφεία και έκανε προσκλητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκαλώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. ειδοποιητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. προσκλητήριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].