προσκλητήριο
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
το, Ν
1. έγγραφο ή έντυπο σημείωμα ή δελτίο με το οποίο γίνεται μια πρόσκληση (α. «προσκλητήριο χορού
β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)
2. στρ. α) συγκέντρωση στρατιωτικής μονάδας σε παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το προσκλητήριο έλειπαν τρεις»)
β) το ίδιο το σάλπισμα ή η τυμπανοκρουσία με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην παραπάνω συγκέντρωση («σήμανε προσκλητήριο»)
3. (γενικά) έλεγχος παρουσίας («ο προϊστάμενος γύρισε στα γραφεία και έκανε προσκλητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκαλώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. ειδοποιητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. προσκλητήριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].