Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
και ρουχαλητό, το, Ν
θορυβώδης αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ροχαλίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. μουγκρητό)].