σείστρο
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Greek Monolingual
το / σεῖστρον, ΝΑ
1. ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό ακόμη από την αρχαιότητα, που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό σκελετό και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες είναι περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)
2. (ως παιδικό παιχνίδι) κουδουνίστρα.
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα σείστρα
οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών
αρχ.
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω (πρβλ. σειστός) + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].