ρυτήρ
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
(I)
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ρυτήρας.
(II)
-ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, -ῆρος, Α
αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευτήρ). Ο τ. ῥυστήρ εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].
Mantoulidis Etymological
(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.