σουσαμάτος

From LSJ
Revision as of 16:17, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-η, -ο / σησαμάτος, -η, -ον, ΝΜΑ
πασπαλισμένος με σουσάμι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτο
γλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -άτος (πρβλ. καρυδάτος)].