σαυκρός

From LSJ
Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυκρός Medium diacritics: σαυκρός Low diacritics: σαυκρός Capitals: ΣΑΥΚΡΟΣ
Transliteration A: saukrós Transliteration B: saukros Transliteration C: safkros Beta Code: saukro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ἁβρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 865] wie σαῦλος, zart, weichlich, VLL.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυκρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν
σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma- «αδύνατος, λεπτός») είναι εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει ποικιλία σημασιών. Η σύνδεση του τ. σαυκρός με τη λ. ἄκρος οφείλεται ασφαλώς σε παρετυμολογία. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τους τ. «ψαυκρόν
κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν», «ψαυκρός
καλλωπιστής, ταχύς» (πρβλ. ψαυκρόποδα
κουφόπουδα») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα του ρ. ψαύω, από το οποίο με απλοποίηση του αρκτικού ψ- σε σ- προήλθαν οι τ. σαυκρός / σαυχμόν. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τών τ. με τα σαῦλος και σαύρα].