στραβαλός

From LSJ
Revision as of 16:21, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραβαλός Medium diacritics: στραβαλός Low diacritics: στραβαλός Capitals: ΣΤΡΑΒΑΛΟΣ
Transliteration A: strabalós Transliteration B: strabalos Transliteration C: stravalos Beta Code: strabalo/s

English (LSJ)

ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στραβαλός: «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος, Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -αλός (πρβλ. ὁμαλός)].

German (Pape)

wie στρεβλός, gedreht, gewunden, bes. vom Haare, kraus, Hesych.