σκυλήσιος

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλο ή είναι χαρακτηριστικό του (α. «σκυλήσιο τομάρι» β. «σκυλήσιο κρέας»)
2. μτφ. α) αναιδής, κυνικός, αδιάντροπος («σκυλήσια μούτρα»)
β) γεμάτος ταλαιπωρίες, μόχθους και στερήσεις («σκυλήσια ζωή»).
επίρρ...
σκυλήσια
1. κατά τρόπο σκυλήσιο
2. φρ. «δούλεψε σκυλήσια» — εργάστηκε πάρα πολύ, ακούραστα και αγόγγυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].