ταραξίπολις
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, troubling the city, Ph.2.520 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1070] εως u. ιδος, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat verwirrend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραξίπολις: [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ταράττων τὴν πόλιν, κακῶν εὑρεταί, ταραξιπόλιδες Φίλων 2. 520.
Greek Monolingual
-όλιδος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + πόλις (πρβλ. ὀνησίπολις)].