φαρμακίλα

Revision as of 16:43, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. πικρή γεύση ή πικρή μυρωδιά, φαρμακάδα («το δωμάτιο του αρρώστου μυρίζει φαρμακίλα»)
2. μτφ. ψυχική πικρία, θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξινίλα)].