φαινομηρίδα

From LSJ
Revision as of 16:43, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της
νεοελλ.
συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακίς)].