ὁλόκαρπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.
Greek Monolingual
ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].
Full diacritics: ὁλόκαρπος | Medium diacritics: ὁλόκαρπος | Low diacritics: ολόκαρπος | Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ |
Transliteration A: holókarpos | Transliteration B: holokarpos | Transliteration C: olokarpos | Beta Code: o(lo/karpos |
ον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.
ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].