εὑρησίλογος

Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, ingenious in argument, sophistical, Corn.ND31: Sup., D.L.4.37. —εὑρησι- is freq. in Pap. in this group of words, e.g. PRein.14.23, 15.21 (ii B.C.), Phld.Rh.1.207 S., etc.; εὑρεσι- first in Pap. of iv A.D., POxy.71 i 9 (corr. fr. εὑρησι-), PMasp.153.32 (vi A.D.), etc., f.l. in Plb.18.46.3, Ph.ll.cc. (εὑρης- v.l. 1.628), etc.

Greek Monolingual

εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, -ον (ΑΜ)
ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους
αρχ.
ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησιεπής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσί-λογος είναι μτγν.].