ευρησιεπής
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
εὑρησιεπής και εὑρεσιεπής, -ές (Α)
1. αυτός που εφευρίσκει, που επινοεί έπη, λέξεις, έμπειρος στη χρήση λέξεων, ευφραδής
2. (με κακή σημ.) φλύαρος, γεμάτος σοφιστείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω) + -επής (< έπος), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσιεπής είναι μτγν.].