χρονιάτικος

From LSJ
Revision as of 07:00, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που συμβαίνει κατά τη συμπλήρωση ενός έτους
2. το ουδ. ως ουσ. το χρονιάτικο
ο ετήσιος μισθός ή το ετήσιο μίσθωμα
3. φρ. «χρονιάτικη μέρα» — χρονιάρα μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικος)].