ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
-η, -ο, Ν
1. αυτός που συμβαίνει κατά τη συμπλήρωση ενός έτους
2. το ουδ. ως ουσ. το χρονιάτικο
ο ετήσιος μισθός ή το ετήσιο μίσθωμα
3. φρ. «χρονιάτικη μέρα» — χρονιάρα μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικος)].