μητρολῴας
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
v. μητραλοίας.
Greek Monolingual
μητρολῴας, ὁ (Α)
βλ. μητραλοίας.
Chinese
原文音譯:mhtralóaj 姆特而阿羅阿士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:母親-打穀
字義溯源:弒母者,弒母;由(μήτηρ)*=母親)與(ἅλων)*=打穀場)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 弒母的(1) 提前1:9
French (New Testament)
c. μητρολοίας
Translations
matricide
Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: ματροφόνος, μητραλοίας, μητραλοίης, μητραλῴας, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρολώας, μητρολῴας, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare