ὀκταπάλαιστος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
[πᾰ], ον, eight palms wide, eight palms long, ἀσπίς Ael.Tact.12 : so ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.
Greek Monolingual
ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. παλαστή «παλάμη» (πρβλ. επτάπάλαιστος)].