πρέσβευμα

From LSJ
Revision as of 07:55, 21 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβευμα Medium diacritics: πρέσβευμα Low diacritics: πρέσβευμα Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΜΑ
Transliteration A: présbeuma Transliteration B: presbeuma Transliteration C: presvevma Beta Code: pre/sbeuma

English (LSJ)

ατος, τό, ambassador, in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.

German (Pape)

[Seite 698] τό, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936 Suppl. 173, beide Male im plur., vgl. Valck. Diatr. 194, Plut. Timol. 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
collect. les membres d'une ambassade, ambassade.
Étymologie: πρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβευμα -ατος, τό [πρεσβεύω] gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβευμα: ατος τό (только pl.) члены посольства, посольство Eur., Plut.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πρεσβεύω
1. πρεσβευτής
2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία
3. αποστολή πρέσβεων.

Greek Monotonic

πρέσβευμα: τό, πρεσβεία, σώμα πρέσβεων, σε πληθ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβευμα: τό, πρεσβευτής, ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. παίδευμα, κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.

Middle Liddell

πρέσβευμα, ατος, τό,
an ambassador, embassy, in plural, Eur.