φυσημάτιον
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
τό, Dim. of φύσημα, Gloss.; metaph of petty conceit, Arr. Epict. 2.16.10.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, dim. von φύσημα, das Bläschen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Γλωσσ. μεταφ., μικρὰ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 10.
Greek Monolingual
τὸ, Α φύσημα, φυσήματος]
1. ελαφρό φύσημα
2. κάποια αλαζονεία, κάπως αλαζονική στάση.