κωλυμάτιον
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
τό, Dim. of κώλυμα, catch or clutch in a machine, Hero Spir. 1.17, al.
German (Pape)
[Seite 1542] τό, dim. zum Vorigen, Sp.; in der Kriegssprache = χελωνάριον.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κώλυμα· ― ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, = χελωνάριον, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 171, 181, κτλ.